- ονόπορδο
- Επιστημονική ονομασία του γαϊδουράγκαθου (ο. το ακάνθιον). Βλ. λ. αγκινάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ονόπορδο(ν) — το (Α ὀνόπορδον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών συνθέτων, με 40 περίπου είδη, από τα οποία 10 είδη είναι αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά σήμερα με τις κοινές… … Dictionary of Greek
γαϊδουράγκαθο — Θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι ονόπορδο το ακάνθιο. Γαϊδουράγκαθο, θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. * * * το βοτ. άγριο φυτό της τάξης των Συνθέτων* ή των Σκιαδοφόρων* … Dictionary of Greek
καράγκαθας — ο βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού φυτού ονόπορδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < καρα * + άγκαθ ας (< αγκάθ ι + μεγεθ. κατάλ. ας, πρβλ. κούνουπ ας, σκούληκ ας). Η λέξη με διπλή επιτατική μεγέθυνση] … Dictionary of Greek
ονόπυξος — ὀνόπυξος, ὁ (Α) το φυτό ονόπορδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πύξος «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek